επαίρνω

επαίρνω
ἐπαίρνω και (ἀ)παίρνω και (ἐ)παίρω και ἀπαίρω (Μ)
βλ. παίρνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • έπαρμα — (I) (AM ἔπαρμα, το) [επαίρω] νεοελλ. 1. ιατρ. μέρος ενός οστού που εξέχει ή εξόγκωση άλλου οργάνου τού σώματος 2. ναυτ. «έπαρμα ιστίου» το ύψος κάθε τετραγωνικού ή σταυρωτού ιστίου, το ισάρισμα μσν. αρχ. 1. ό,τι προεξέχει, ύψωμα, προεξοχή 2.… …   Dictionary of Greek

  • έπαρσις — ἔπαρσις, η (Μ) [επαίρνω < επαίρω] κατάληψη, άλωση, πάρσιμο («ἡ ἔπαρσις τοῡ κάστρου») …   Dictionary of Greek

  • επαρμός — ἐπαρμός, ο (Μ) [επαίρνω < επαίρω] κατάληψη, άλωση, πάρσιμο …   Dictionary of Greek

  • παίρνω — (Μ παίρνω) 1. μτφ. λαμβάνω μαζί μου (α. «τόν πήρα και πήγαμε βόλτα» β. «καὶ παίρνοντας τοὺς νέους του ἦλθεν εἰς Ρωμανίαν», Διγεν. Ακρ.) 2. συνεπαίρνω (α. «η ομορφιά της τού πήρε το μυαλό» β. «ἐπήρε καὶ τὸν λογισμόν καὶ αὐτὴν τὴν αἴσθησίν της»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”